Ο υπουργός Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, μίλησε στη Βουλή σχετικά με το νομοσχέδιο για τα κοινωφελή ιδρύματα, αλλά και για την απόφαση να αποζημιωθούν οι πληγέντες στις τραγωδίες στο Μάτι και τη Μάνδρα.
Από την ομιλία του ξεχώρισαν: «Όταν μιλάμε για κοινωφελή ιδρύματα και για το Ζάππειο, δεν μιλάμε απλώς για ακίνητα, ισολογισμούς ή νομικά σχήματα. Μιλάμε για κάτι βαθύτερο: για τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία συνομιλεί με το παρελθόν της και, ταυτόχρονα, αποφασίζει πως θα επενδύσει στο μέλλον της. Γιατί η συνομιλία με το παρελθόν και το μέλλον αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Τα κοινωφελή ιδρύματα γεννήθηκαν από μια γενιά ανθρώπων που πίστευαν ότι ο πλούτος, πέρα από προσωπικό δικαίωμα, συνιστά και κοινωνική ευθύνη. Στο όνομα του ελέγχου, αποδεχθήκαμε τη στασιμότητα. Έτσι, σημαντικές κοινωφελείς περιουσίες βασικά έμειναν αδρανείς λόγω της απουσίας εργαλείων που επιτρέπουν τη δράση.
Τα κοινωφελή ιδρύματα δεν μπορούν να αξιολογούνται μόνο από το αν υπάρχουν τυπικά. Πρέπει να κρίνονται από το αν επιτελούν ουσιαστικά τον σκοπό τους. Αν λειτουργούν, αν παράγουν αποτέλεσμα, αν απαντούν στις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Γι’ αυτό το νέο πλαίσιο θέτει στο επίκεντρο τρεις έννοιες: Γνώση, διαφάνεια και δράση. Για πρώτη φορά, μέσω του Ενιαίου Ηλεκτρονικού Μητρώου Κοινωφελών Περιουσιών, το κράτος αποκτά πλήρη, ενιαία και δημόσια εικόνα του συνόλου των ιδρυμάτων, των περιουσιών τους, των διοικήσεών τους και των πράξεών τους. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που συνδέει τη διαφάνεια με τη λειτουργική ύπαρξη. Έτσι, η διαφάνεια παύει να είναι διακήρυξη απλώς και μόνο καλών προθέσεων και γίνεται κανόνας της καθημερινότητας.
Παράλληλα, στο παρόν σχέδιο νόμου η αδράνεια παύει να είναι ασαφής έννοια. Ορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια και ενεργοποιεί συγκεκριμένες διαδικασίες. Όταν ένα ίδρυμα για χρόνια δεν δημοσιοποιεί στοιχεία ή όταν δεν κατευθύνει ουσιαστικό μέρος των εσόδων του στον κοινωφελή του σκοπό, η Πολιτεία δεν στρέφει αλλού το βλέμμα, η Πολιτεία παρεμβαίνει. Ενεργοποιείται μια διαδικασία επανεκκίνησης, με σαφές χρονοδιάγραμμα και ευθύνη.
Σε αυτό το σημείο αποκτά καθοριστικό ρόλο ο νέος φορέας διαχείρισης αδρανών περιουσιών και κληρονομιών. Ένας φορέας που δεν δημιουργείται για να υποκαταστήσει μόνιμα τη φυσιολογική λειτουργία των ιδρυμάτων, αλλά για να διασφαλίσει ότι η αδράνεια δεν παγιώνεται. Όταν δεν υπάρχει διοίκηση ή όταν η λειτουργία έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί, η Πολιτεία παρεμβαίνει προσωρινά, για να προστατεύσει τον κοινωφελή σκοπό και να επαναφέρει τη λειτουργία εκεί όπου αυτή έχει διακοπεί.
Την ίδια ακριβώς φιλοσοφία υπηρετούν και οι νέες ηλεκτρονικές πλατφόρμες που εισάγονται. Η ψηφιακή καταγραφή των σχολαζουσών κληρονομιών απλοποιεί διαδικασίες που μέχρι σήμερα απαιτούσαν χρόνια. Περιουσίες που έμεναν «ορφανές» και εγκλωβισμένες σε αδιέξοδα και πλέον αποκτούν πλέον σαφή και ταχύτερο διοικητικό δρόμο αξιοποίησης, ώστε να επιστρέφουν στην κοινωνία και στους σκοπούς που τις δικαιολογούν. Αντίστοιχα, η ψηφιακή πλατφόρμα δωρεών προς το Δημόσιο δημιουργεί ένα περιβάλλον απλό, διαφανές και αξιόπιστο για όσους επιθυμούν να προσφέρουν.
Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, το Ζάππειο αποκτά έναν ιδιαίτερο ρόλο ως σύμβολο μίας μετάβασης από το χθες στο σήμερα, αντανακλώντας αυτόν τον νέο τρόπο αντίληψης για το πώς πρέπει να αξιοποιούμε αυτή την περιουσία. Το Ζάππειο είναι ένας χώρος με τεράστιο ιστορικό και πολιτιστικό βάρος, για χρόνια λειτουργούσε μέσα σε δομές οι οποίες δεν του επέτρεπαν να εξελιχθεί με τον ρυθμό που απαιτεί η εποχή.
Η επιλογή ενός πιο ευέλικτου σχήματος διοίκησης για το Ζάππειο δεν αλλοιώνει τον δημόσιο χαρακτήρα του – όπως εδώ ερχόμαστε μέσα από αυτό το σχέδιο νόμου να προτείνουμε – τον ενισχύει. Επιτρέπει την υλοποίηση αναγκαίων ενεργειακών και τεχνικών παρεμβάσεων, τη βελτίωση της λειτουργικότητας και τον καλύτερο σχεδιασμό του μέλλοντος του. Επιτρέπει, τελικά, στο Ζάππειο να είναι έτοιμο να διαδραματίσει ξανά έναν κεντρικό ρόλο στη δημόσια και ευρωπαϊκή ζωή της χώρας, ενόψει μάλιστα και της ελληνικής προεδρίας το 2027.
Για τις αποζημιώσεις στο Μάτι και την Μάνδρα
Χτες το βράδυ κατατέθηκε μια τροπολογία που αφορά δύο τραγωδίες που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη συλλογική μας μνήμη: Την πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι και την πλημμύρα της 15ης Νοεμβρίου 2017 στη Μάνδρα Αττικής. Καμία νομοθετική ρύθμιση, καμία αποζημίωση, καμία σύνταξη δεν μπορεί να επαναφέρει τους ανθρώπους που χάθηκαν. Δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο των συγγενών τους. Δεν μπορεί να διορθώσει όσα έγιναν μέσα σε λίγες ώρες.
Υπάρχει, όμως, κάτι που η Πολιτεία μπορεί , και οφείλει , να κάνει: Να μην προσθέτει αδικία πάνω στον πόνο. Να μην βαραίνει κι άλλο μια ήδη ασήκωτη απώλεια. Να στέκεται δίπλα στους πολίτες της. Και όχι απέναντί τους.
Για οκτώ ολόκληρα χρόνια, οι οικογένειες των θυμάτων και οι ίδιοι οι πληγέντες περίμεναν το κράτος να είναι παρόν. Και αυτή η βασανιστική αναμονή, μετατράπηκε σε ένα δεύτερο τραύμα, θεσμικό, διοικητικό, αλλά πάνω απ’ όλα ανθρώπινο.
Η πρώτη θεσμική πράξη του κράτους, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Υπουργείο Οικονομικών τον Μάρτιο του 2025, σε απόλυτη συνεννόηση με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη- από όλους εμάς στο οικονομικό επιτελείο – ήταν η παραίτηση του Ελληνικού Δημοσίου από τα ένδικα μέσα στις συγκεκριμένες υποθέσεις. Το κράτος έπαψε να αντιδικεί με ανθρώπους που είχαν ήδη χάσει τα πάντα. Ήταν μια καθαρή επιλογή. Ήταν μια ηθική στάση, ήταν το ελάχιστο που η Πολιτεία και το κράτος όφειλαν να κάνουν. Και ξεκίνησαν να το κάνουν.
Ήδη το Ελληνικό Δημόσιο έχει παραιτηθεί από 52 υποθέσεις για το Μάτι και 17 για τη Μάνδρα. Συνολικά 69 υποθέσεις μέσα σε διάστημα οκτώ μηνών. Το ύψος των αποζημιώσεων που έχουν καταβληθεί ή πρόκειται να καταβληθούν, με βάση τις παραιτήσεις αυτές, ανέρχεται μέχρι σήμερα σε 15,1 εκατ. ευρώ για το Μάτι και σε σχεδόν 3 εκατ. ευρώ για τη Μάνδρα. Αυτή η λογική δικαιοσύνης αποτυπώνεται καθαρά στο νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα.
Πρώτον, θωρακίζουμε πλήρως τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν με δικαστικές αποφάσεις για το Μάτι και τη Μάνδρα. Τα ποσά αυτά χαρακτηρίζονται ρητά αφορολόγητα, ανεκχώρητα και ακατάσχετα.
Δεύτερον, θεσπίζουμε ειδική σύνταξη ίση με το τετραπλάσιο της πλήρους εθνικής σύνταξης, δηλαδή 1.700 ευρώ μηνιαίως. Δικαιούχοι είναι οι συγγενείς όσων έχασαν τη ζωή τους στη Μάνδρα και στο Μάτι. Επιπλέον, δικαιούχοι είναι οι εγκαυματίες της πυρκαγιάς στο Μάτι, εγγεγραμμένοι στο επίσημο Μητρώο Εγκαυματιών, με εγκαύματα δεύτερου ή τρίτου βαθμού και με αναπηρία ποσοστού 50% και άνω. Άνθρωποι που επέζησαν. Αλλά κουβαλούν, κάθε ώρα, τις συνέπειες εκείνης της ημέρας.
Το πλαίσιο κατανομής της σύνταξης είναι σαφές και δίκαιο. Προβλέπει τη διάθεσή της μεταξύ συζύγων ή συμβίων, παιδιών, γονέων και, μόνο ελλείψει αυτών, αδελφών, με ειδική μέριμνα για τα ανήλικα παιδιά, τους φοιτητές έως το 24ο έτος και τα άτομα με αναπηρία, τα οποία δικαιούνται τη σύνταξη εφ’ όρου ζωής. Παρέχεται, επίσης, περίοδος χαριστική, ώστε τα παραπάνω ηλικιακά όρια να μην ισχύουν για 10 έτη από την ημερομηνία της πυρκαγιάς ή της πλημμύρας, δηλαδή μέχρι 23 Ιουλίου 2028 και 15 Νοεμβρίου 2027.
Η ειδική σύνταξη είναι αφορολόγητη, ακατάσχετη, δεν συμψηφίζεται με οφειλές, δεν στερεί άλλες κοινωνικές παροχές, καταβάλλεται ανεξαρτήτως εργασίας ή άλλης σύνταξης και αυξάνεται αυτόματα με την εθνική σύνταξη.
Τρίτον, προχωρούμε σε εκτεταμένη, καθολική και αυτοδίκαιη διαγραφή οφειλών. Διαγράφονται όλες οι υφιστάμενες, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νομοσχεδίου, βεβαιωμένες και ανεξόφλητες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, ακόμη και όσες βρίσκονται σε ρύθμιση ή στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Επίσης, οι οφειλές που προέκυψαν από συμμετοχή σε διοίκηση ή εταιρική σύνθεση νομικών προσώπων. Αυτό αφορά τόσο τους συγγενείς των νεκρών (δηλαδή γονείς, συζύγους συμβίους, τέκνα και αδέρφια), αλλά και τους εγκαυματίες, με τις ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη της σύνταξης.
Και υπάρχει μια απολύτως κρίσιμη πρόβλεψη: ο ασφαλιστικός χρόνος που αντιστοιχεί στις διαγραφόμενες εισφορές διατηρείται ακέραιος. Το κράτος δεν αφαιρεί δικαιώματα. Τα κατοχυρώνει.
Η ανάγκη του 112
Στο Μάτι και στη Μάνδρα, οι άνθρωποι εκείνες τις ώρες έμειναν χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση και χωρίς οργανωμένο μηχανισμό. Η πρώτη έμπρακτη απόδειξη ότι το κράτος μπορεί να μαθαίνει από τα λάθη του και να βελτιώνεται , ήταν η δημιουργία και η πλήρης λειτουργία του αριθμού έκτακτης ανάγκης 112. Έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης το 2019, το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έθεσε σε εφαρμογή ένα σύγχρονο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, το οποίο σήμερα σώζει ανθρώπινες ζωές.
Δεν μπορεί να αλλάξει το χθες. Αλλά μπορεί να προστατεύει το αύριο.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει ότι το κράτος μπορεί να αλλάζει τρόπο λειτουργίας. Και ακριβώς αυτή η φιλοσοφία διαπερνά και το παρόν νομοσχέδιο, το οποίο προχωρά σε μια ακόμη ουσιαστική μεταρρύθμιση: Την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αντιλαμβάνεται τον ρόλο του.
Για δεκαετίες, το Δημόσιο, ως υπερασπιστής του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργούσε με μια κουλτούρα μηχανικής αντιδικίας, επιλέγοντας τη δικαστική σύγκρουση ακόμη και όταν η έκβαση των υποθέσεων ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους παραμένει ο θεσμικός υπερασπιστής του δημοσίου συμφέροντος, αλλά επεκτείνει τον ρόλο του, επαυξάνει τον ρόλο του σε πιο ώριμο και υπεύθυνο ρόλο: να αξιολογεί όχι μόνο αν μια θέση είναι δικονομικά και ουσιαστικά εφικτή, αλλά και αν είναι θεσμικά ορθή, κοινωνικά δίκαιη και νομικά βιώσιμη.
Θεσπίζεται, για πρώτη φορά, μηχανισμός εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών με ουσιαστική συμμετοχή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Έτσι, οι διαφορές μπορούν να επιλύονται χωρίς πολυετείς δίκες , ταλαιπωρία και οικονομική εξόντωση για τους πολίτες. Δημιουργείται Ειδικό Τμήμα Ταχείας Αντίδρασης που επιτρέπει στο κράτος να απαντά γρήγορα, καθαρά και υπεύθυνα σε κρίσιμες ή επείγουσες υποθέσεις.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αποκτά τη θεσμική ευθύνη να εισηγείται την παραίτηση του Δημοσίου από άσκοπες ή προδήλως χαμένες δίκες, όταν υπάρχει αμετάκλητη απόφαση ή παγιωμένη νομολογία υπέρ των πολιτών. Αυτό δηλαδή που ήρθαμε να διορθώσουμε εδώ πριν από λίγους μήνες στην σχέση με το Μάτι και τη Μάνδρα.
Όχι από αδυναμία. Αλλά από σεβασμό στη Δικαιοσύνη. Και σεβασμό στον πολίτη. Αυτή η αλλαγή δεν αποδυναμώνει το κράτος. Ενισχύει την αξιοπιστία του, την ωριμότητα του, τη θεσμική του σοβαρότητα και τη σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία.
