Ο Πρωθυπουργός προεδρεύει αυτή την ώρα σε σύσκεψη με την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Νίκη Κεραμέως και εκπροσώπους των Εθνικών Κοινωνικών Εταίρων, με αφορμή την Κοινωνική Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο Πρωθυπουργός εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη συμφωνία κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων, δίνοντας έμφαση στο εύρος της συναίνεσης. «Καταρχάς, θα ήθελα να ξεκινήσω εκφράζοντας πραγματικά και την προσωπική μου πολύ μεγάλη ικανοποίηση γι’ αυτή την ευρεία συμφωνία την οποία υπογράψαμε η κυβέρνηση και όλοι οι εθνικοί κοινωνικοί εταίροι και νομίζω ότι ουσιαστικά αυτή η πρωτοβουλία σας σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας εποχής για τις συλλογικές συμβάσεις στην πατρίδα μας», ανέφερε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στάθηκε, επίσης, στο χαμηλό ποσοστό εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις αλλά και στη σχετική ευρωπαϊκή υποχρέωση έως το 2030. Όπως είπε, «γνωρίζουμε στατιστικά -και το είχαμε συζητήσει πολλές φορές- πόσο πίσω ήμασταν στο ποσοστό των εργαζόμενων οι οποίοι καλύπτονται από τις συλλογικές συμβάσεις. Γνωρίζουμε επίσης και την ευρωπαϊκή υποχρέωση να φτάσουμε σε ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό έως το 2030».
Συνεχίζοντας, ο Πρωθυπουργός περιέγραψε την αντίδραση εργαζομένων, εργοδοτών και κοινωνίας απέναντι στη συμφωνία, κάνοντας λόγο για θετική έκπληξη. «Και πράγματι, αυτή η πρωτοβουλία πιστεύω ότι αιφνιδίασε ευχάριστα και τους εργαζόμενους και τους εργοδότες αλλά και ολόκληρη την κοινωνία, διότι αποδείξατε ότι, με πολύ μεγάλη ωριμότητα και σε συνεννόηση με το αρμόδιο Υπουργείο, μπορείτε να συνεννοηθείτε και να καταλήξετε σε μία λύση που πιστεύω ότι είναι αμοιβαία ωφέλιμη, τόσο για τις επιχειρήσεις τις οποίες εκπροσωπείτε όσο και για τους εργαζόμενους», σημείωσε.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στην ευρωπαϊκή διάσταση της πρωτοβουλίας, υπογραμμίζοντας ότι το μήνυμα του κοινωνικού διαλόγου έγινε αντιληπτό στις Βρυξέλλες. «Και νομίζω ότι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο -νομίζω ότι μπορεί να το πιστοποιήσει και η κα Υπουργός- αυτή η πρωτοβουλία ήταν μία κίνηση την οποία την πρόσεξαν στις Βρυξέλλες, σε μία εποχή όπου γενικά επικρατεί περισσότερο η τοξικότητα και η ένταση. Το γεγονός ότι οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να κάθονται στο τραπέζι και να συμφωνούν, με τις όποιες απαραίτητες αμοιβαίες υποχωρήσεις, σε ένα πλαίσιο το οποίο τελικά είναι καλό για όλους, θεωρώ ότι είναι μία εξαιρετικά θετική εξέλιξη», ανέφερε.
