Με 297 έδρες θα παραμείνει η Βουλή μέχρι το πέρας της θητείας της, ύστερα από την απόφαση του εκλογοδικείου που κήρυξε έκπτωτους του αξιώματός τους, τρεις βουλευτές των Σπαρτιατών (Στίγκα, Δημητριάδη, Ζερβέα). Σύμφωνα με όσα ορίζει το σκεπτικό της απόφασης, η ίδια η φύση του αδικήματος δεν επιτρέπει την αναπλήρωση των εδρών. Δηλαδή η εξαπάτηση του εκλογικού σώματος (με υποκρυπτόμενο αρχηγό εν προκειμένω τον καταδικασμένο για εγκληματική οργάνωση Ηλία Κασιδιάρη) «αφορά το σύνολο της επικράτειας και τις εκλογικές περιφέρειες στις οποίες ανακηρύχθηκαν βουλευτές του εν λόγω πολιτικού κόμματος».
Υπεραπλουστεύοντας, το Δικαστήριο δέχεται ότι ολόκληρος ο πολιτικός σχηματισμός των Σπαρτιατών ήταν η «βιτρίνα» του ακροδεξιού Ηλ. Κασιδιάρη. Πάντως το Δικαστήριο δεν ακυρώνει στο σύνολο της Επικράτειας την εκλογή όλων των βουλευτών των Σπαρτιατών, καθώς οι ενστάσεις υποβλήθηκαν μόνο για συγκεκριμένες περιφέρειες. Επιπλέον το Δικαστήριο δεν παραχωρεί τις έδρες σε άλλα κόμματα που διαθέτουν εκλογικά υπόλοιπα καθώς δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη νόμου.
Αναπόφευκτα, αλλάζει και ο αριθμός πλειοψηφίας για την υπερψήφιση ενός νομοσχεδίου που από τις 151 ψήφους… εκπίπτει και αυτός στις 149, με ό,τι αυτό συναπάγεται για την ψήφιση κρισίμων νομοσχεδίων.
Από το 1992 είχε να συμβεί έκπτωση βουλευτή
Για να βρούμε ιστορικό προηγούμενο έκπτωσης βουλευτή από το αξίωμά του χωρίς αυτός να αντικατασταθεί από τους επιλαχόντες του ιδίου κόμματος, πρέπει να καταφύγουμε στο 1992. Ο Δημήτρης Τσοβόλας, είχε καταδικαστεί σε (εξαγοράσιμη) ποινή φυλάκισης 2,5 ετών από το Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά καθώς και σε στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, οπότε και εξέπεσε του βουλευτικού αξιώματός του.
Συμπαριστάμενοι στον καταδικασθέντα βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, οι επιλαχόντες του κόμματος αρνήθηκαν διαδοχικά να τον διαδεχθούν και να ορκιστούν βουλευτές. Ωστόσο ήταν και κεντρική επιλογή του ΠΑΣΟΚ η προσφυγή στις κάλπες προκειμένου να καταγραφεί η δυναμική του στη Β’ Αθηνών. Οι επαναληπτικές εκλογές έγιναν στην περιφέρεια που είχε εκλεγεί ο Δ. Τσοβόλας, με επίδικη μία και μόνη έδρα, την οποία και κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία (67,71%) το ΠΑΣΟΚ και βουλευτής εξελέγη (με το σύστημα της λίστας) ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Η Νέα Δημοκρατία απείχε και δεύτερο κόμμα αναδείχθηκε η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Ένωση Κεντρώων, ο υποψήφιός της οποίας, Βασίλης Λεβέντης, έλαβε 19,57%.
Το σκεπτικό της απόφασης
Το εκλογοδικείο εξηγεί το σκεπτικό της μη αναπλήρωσης ως εξής: «Η περίπτωση της εξαπάτησης των εκλογέων από τους εκλογικούς συνδυασμούς πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό αφορά το σύνολο της επικράτειας και ειδικότερα της εκλογικές περιφέρειες στις οποίες ανακηρύχθηκαν βουλευτές του εν λόγω πολιτικού κόμματος. Αν όμως με την ένσταση αμφισβητούνται τα αποτελέσματα μόνο ορισμένης ή ορισμένων εκλογικών περιφερειών, για τις λοιπές εκλογικές περιφέρειες για τις οποίες δεν ασκήθηκαν ενστάσεις οι εκλογές έχουν καταστεί οριστικές και αμετάκλητες.
Συνεπώς το δικαστήριο κρίνει ότι εν όψει της φύσης της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης που συνίσταται σε εξαπάτηση των εκλογέων με συμμετοχή στις εκλογές πολιτικού κόμματος με υποκρυπτόμενο αρχηγό σε όλη την επικράτεια, η επανάληψη της ψηφοφορίας στη συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες καθίσταται περιττή.
Η ανακήρυξη της αναπληρωματικής βουλευτή του ιδίου κόμματος στην εκλογική περιφέρεια της Β΄ Θεσσαλονίκης δεν είναι επιτρεπτή ενόψει της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης εκλογικής παράβασης που αφορά συνολικά το πολιτικό κόμμα στο οποίο συμμετείχε ο βουλευτής η εκλογή του οποίου ακυρώνεται, όπως επίσης και της αναπληρωματικής βουλευτή».
Μαρινάκης: Αν είχε γίνει ένσταση και για τους υπόλοιπους βουλευτές των «Σπαρτιατών» θα είχε γίνει δεκτή
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης μίλησε για την απόφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ακυρώνοντας την εκλογή των τριών βουλευτών των Σπαρτιατών και εξήγησε τι σημαίνει η εξέλιξη αυτή για τη συνέχιση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Όπως είπε ο κ. Μαρινάκης, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ… «η πλειοψηφία θα είναι 149 τώρα. Είναι μια απόφαση, ουσιαστικά, που κάνει δεκτές τις ενστάσεις κατά τριών βουλευτών των “Σπαρτιατών”. Άρα, στο πρώτο εύλογο ερώτημα “γιατί μόνο για αυτούς τους τρεις” η απάντηση είναι γιατί γι’ αυτούς τους τρεις είχε γίνει ένσταση. Αν είχε γίνει ένσταση και για τους υπόλοιπους είναι προφανές ότι θα είχε γίνει δεκτή και για τις υπόλοιπες έδρες.
Το δεύτερο το οποίο πρέπει να πούμε είναι ότι θα έχουμε για πρώτη φορά μια Βουλή 297 βουλευτών. Ο λόγος που δεν αναπληρώνονται από τους επιλαχόντες είναι γιατί οι επιλαχόντες ανήκουν στο ίδιο κόμμα και, προφανώς, η απόφαση έχει να κάνει συνολικά με τη λειτουργία του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου και του αρχηγού και των υπόλοιπων βουλευτών. Αν είχε γίνει ένσταση για τους άλλους δύο θα είχαν χάσει τις έδρες τους. Η λογική λέει με βάση τις κοινοβουλευτικές ισορροπίες και τον ελάχιστο αριθμό βουλευτών ότι δεν θα υπάρχει πλέον, δεν θα υφίσταται και η κοινοβουλευτική ομάδα. Αυτές είναι οι άμεσες συνέπειες. Η πλειοψηφία, έπειτα, του συνόλου των βουλευτών, έτσι λέει ο νόμος, από 151 πηγαίνει 149. Έχει υπάρξει στο παρελθόν απόφαση εκλογοδικείου».
Σε ερώτηση για το αν ο αριθμός των 151 βουλευτών παραμένει ενόψει προανακριτικής για τα Τέμπη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως «χρειάζεται 149 για να γίνει δεκτή. Όπου ο νόμος λέει, ο κανονισμός, οι ψηφοφορίες δεν είναι πλειοψηφία επί των παρόντων βουλευτών, αλλά πλειοψηφία επί του συνόλου των βουλευτών, η λογική λέει ότι το 151 γίνεται 149. Εδώ, επειδή οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν είναι αντικείμενο, κατά τη γνώμη μου και κατά τη γνώμη της Κυβέρνηση και του Πρωθυπουργού, σχολιασμού των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος, αυτό που μπορούμε να πούμε, όμως, ότι η δική μας κοινοβουλευτική ομάδα και η δική μας Κυβέρνηση δια της εκπροσώπησης της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ήταν αυτή που με μια σειρά από τροπολογίες έδωσε τα «όπλα», τα νομικά εργαλεία στη Δικαιοσύνη για να λάβει μια τέτοια απόφαση. Δηλαδή, τι έκανε; Έβαλε και το θέμα του εν τοις πράγμασι αρχηγού ενός κόμματος και αυτό που λέμε, δηλαδή, αυτό που «βγαίνει μπροστά» και αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
Η απόφαση είναι απόφαση της Δικαιοσύνης, δεν είναι της Κυβέρνησης. Δεν αποφασίζει η Κυβέρνηση, ούτε η Βουλή, αλλά η Βουλή δια της νομικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης την προηγούμενη τετραετία έδωσε τη δυνατότητα στη Δικαιοσύνη και αυτό είναι και μια πάρα πολύ ηχηρή απάντηση σε αυτούς που κατά καιρούς λένε ότι «ο Μητσοτάκης, ο Πρωθυπουργός, δηλαδή, η Κυβέρνηση, η Ν.Δ., κλείνει το μάτι στην ακροδεξιά».
Για το αν υπάρξουν πολιτικές αντιδράσεις για την Αρχή της Δεδηλωμένης, ο κ. Μαρινάκης είπε: «Αυτή τη στιγμή η Κυβέρνηση έχει μια δεδηλωμένη εμπιστοσύνη βουλευτών πολύ παραπάνω από το 151 και θα συνεχίσει να την έχει. Έχει την πιο συμπαγή κοινοβουλευτική ομάδα που μπορώ εγώ να θυμηθώ σε Κυβέρνηση δεύτερης τετραετίας, κάτι το οποίο αντανακλάται και σε επίπεδο δημοσκοπήσεων με τη φθορά που υπάρχει και την ανάγκη να κάνουμε πράγματα για να ανεβούμε ξανά, σε σχέση όμως με τα υπόλοιπα κόμματα, άρα θέλει να είμαστε προσγειωμένοι στην πραγματικότητα. Άρα, δεν πρόκειται η ίδια η ζωή να ανοίξει τέτοια θέματα. Η νομική πραγματικότητα είναι δεδομένη. Προκύπτει από τις αποφάσεις των δικαστηρίων θέλω να πω. Τα δικαστήρια βγάζουν αυτές τις αποφάσεις, δεν τις βγάλαμε εμείς, αλλά, η σύνθεση της κοινοβουλευτικής μας ομάδας, με βάση και την πρόσφατη ψηφοφορία που έγιναν μετά την πρόταση δυσπιστίας του ΠΑΣΟΚ και των υπόλοιπων κομμάτων που συνέπραξαν με το ΠΑΣΟΚ, όλα αυτά τα απάντησαν οι βουλευτές».