Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα συνολικά 748,8 εκατ. ευρώ απαιτούμενων εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και αυτοαπασχολούμενους, εισπράχθηκαν μόλις 497,3 εκατ. ευρώ – ποσοστό 66,4%.
Σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024, όπου το ποσοστό ήταν 72,4%, παρατηρήθηκε σημαντική πτώση κατά 6 μονάδες μέσα σε ένα χρόνο.
Η αντιμεταβολή σημειώνεται κυρίως στην πρώτη, πιο «φθηνή» κατηγορία εισφορών, στην οποία έχουν ενταχθεί 9 στους 10 μη μισθωτούς. Από τα συνολικά 625 εκατ. ευρώ που απαιτούνταν για τους περίπου 924.273 ασφαλισμένους αυτής της κατηγορίας, εισπράχθηκαν μόλις 382 εκατ. ευρώ – δηλαδή ποσοστό 61,2% εισπραξιμότητας.
Σε αντίθεση, η εισπραξιμότητα στις υψηλότερες κατηγορίες – όπως η 2η και 6η – φτάνει αντίστοιχα 89,5% και 94%, καθιστώντας σαφές ότι όσοι επιβαρύνονται με μεγαλύτερο κόστος ασφάλισης είναι πιο συνεπείς.
Το πρόβλημα έχει ευρύτερες επιπτώσεις μακροπρόθεσμα, καθώς οι χαμηλότερες εισφορές οδηγούν σε χαμηλότερες συντάξεις.
Για παράδειγμα, η 1η κατηγορία οδηγεί σε σύνταξη περίπου 880 ευρώ μεικτά με 40 έτη ασφάλισης, ενώ στην 6η μεικτό ποσό μπορεί να φτάσει τα 1.800 ευρώ. Για τους αγρότες, η απόκλιση είναι ακόμη μεγαλύτερη: 250 ευρώ σύνταξη με 1η κατηγορία και έως 670 ευρώ με την 6η.