Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα αυξάνονται, η αγορά εργασίας «στενεύει», μετά την πανδημία και οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται ολοένα περισσότερο να βρουν προσωπικό, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στο πλαίσιο του 2ου Ετήσιου Συνεδρίου του Κέντρου Κρήτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για τη Δυναμική των Πληθυσμών.
Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του, ο οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Cem Özgüzel, παρουσίασε μελέτη για τις ελλείψεις δεξιοτήτων και τις αναντιστοιχίες στην ελληνική αγορά.Όπως σημείωσε, το έργο του ΟΟΣΑ στοχεύει στην κατανόηση των αιτιών που προκαλούν τις ελλείψεις, στην εμπειρική εξέταση της συμβολής της μετανάστευσης και στην ανάδειξη πολιτικών επιλογών για τη βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας, ενώ τόνισε ότι τα νέα στοιχεία αναδεικνύουν τον ρόλο της μετανάστευσης ως κρίσιμου παράγοντα για την ενίσχυση της απασχόλησης και την κάλυψη των κενών θέσεων εργασίας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, «το 71% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα δηλώνει δυσκολία στην εξεύρεση προσωπικού, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αλλά σταθερά υψηλό. Η “στενότητα” της αγοράς έχει αυξηθεί ραγδαία, μετά το 2020, ενώ το ποσοστό μεταναστών στη χώρα (11%) υπολείπεται του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ (15%). Οι περισσότεροι μετανάστες διαθέτουν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους ντόπιους (26% έναντι 42%) και εργάζονται κυρίως σε χαμηλής ειδίκευσης επαγγέλματα, όπως η γεωργία, οι κατασκευές και οι υπηρεσίες. Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί (45%) απασχολούνται σε θέσεις κάτω των προσόντων τους».
Ο κ. Özgüzel υπογράμμισε ότι προτεραιότητα της πολιτικής πρέπει να είναι η καλύτερη αντιστοίχιση δεξιοτήτων με τις ανάγκες της αγοράς, η ταχύτερη αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και η αξιοποίηση του ταλέντου των μεταναστών για τη βιώσιμη αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού.
Η οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Lisa Andersson, δήλωσε ότι οι μετανάστες μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην κάλυψη των κενών θέσεων, σημειώνοντας όμως ότι η αύξηση της μετανάστευσης από μόνη της δεν αποτελεί λύση. Όπως είπε, απαιτούνται αποτελεσματικές πολιτικές ένταξης, καθώς πολλοί μετανάστες διαθέτουν εξειδίκευση, αλλά αναγκάζονται να εργάζονται σε θέσεις χαμηλότερης ειδίκευσης.
Στο σημείο αυτό, πρότεινε μια πιο στοχευμένη διαχείριση του μεταναστευτικού δυναμικού, με χαρτογράφηση των αναγκών κάθε χώρας και σύνδεση με τις χώρες προέλευσης.
Η καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου του Τορίνο, Alessandra Venturini, τόνισε ότι η κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στους αιτούντες άσυλο, που αντιστοιχούν σε μικρό ποσοστό των μεταναστευτικών ροών. Σύμφωνα με την ίδια, «η μετανάστευση πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο ανθρωπιστικά, αλλά και αναπτυξιακά, μέσα από πολιτικές που συνδέουν την κοινωνική ένταξη με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας». Ανέδειξε μάλιστα τη σημασία της γλωσσικής εκπαίδευσης και της κατανόησης της κουλτούρας της χώρας υποδοχής, επισημαίνοντας ότι η αφομοίωση δεν λειτουργεί, ενώ η ουσιαστική ενσωμάτωση είναι κρίσιμη για τη συνοχή των κοινωνιών.
Από την πλευρά του, ο κ. Özgüzel ανέφερε ότι στην Ελλάδα εργάζεται το 60% των γυναικών και το 80% των ανδρών, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο αύξησης της συμμετοχής των γυναικών -και ειδικά των μεταναστριών- στην αγορά εργασίας. Όπως υποστήριξε, η ενεργός συμμετοχή τους μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των ελλείψεων που προκαλούνται από τα δημογραφικά προβλήματα.
«Στην ισπανική εμπειρία, όπου το 20% του πληθυσμού είναι αλλοδαποί», αναφέρθηκε η καθηγήτρια Maite Alguacil, επιστημονική σύμβουλος του ισπανικού Υπουργείου Ένταξης, Κοινωνικής Ασφάλισης και Μετανάστευσης. Μίλησε για τη μεταρρύθμιση «που νομιμοποίησε χιλιάδες μετανάστες που βρίσκονταν ήδη εκεί και διευκόλυνε την κοινωνική τους ένταξη», σημειώνοντας ότι η Ισπανία, με χαμηλά ποσοστά γεννήσεων, αντιμετωπίζει ήδη προκλήσεις στο ασφαλιστικό σύστημα και επιδιώκει να αξιοποιήσει τη μετανάστευση ως παράγοντα βιωσιμότητας και κοινωνικής συνοχής. Τόνισε δε ότι οι περισσότεροι μετανάστες στην Ισπανία προέρχονται από τη Λατινική Αμερική και ενσωματώνονται πλήρως στην ισπανική κοινωνία.
Τη συζήτηση συντόνισε ο επικεφαλής του Κέντρου Κρήτης του ΟΟΣΑ για τη Δυναμική των Πληθυσμών, Άρης Αλεξόπουλος.
Το Συνέδριο πραγματοποιείται στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου στα Χανιά, σε συνεργασία με τον Δήμο Χανίων και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, υπό την αιγίδα των Υπουργείων Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Μετανάστευσης και Ασύλου, Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας και με την ευγενική υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης και του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Κρήτης.
