Ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Θάνος Πλεύρης γράφει στο αφιερωματικό τεύχος της Βεργίνα για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης:
Μεταναστευτική πολιτική ευθύνης και σταθερότητας
Η μεταναστευτική πολιτική αποτελεί για κάθε σύγχρονο κράτος έναν από τους πιο κρίσιμους το- μείς διακυβέρνησης. Για την Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη, το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη διάσταση. Από το 2019, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία, η χώρα έπαψε να κινείται χωρίς σχέδιο και ανέλαβε την ευθύνη να χαράξει μια συνεκτική στρατηγική με σαφείς στόχους.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός έθεσε τις βάσεις αυτής της νέας πολιτικής. Τρεις είναι οι αδιαπραγμάτευτοι άξονες που καθοδηγούν την κυβερνητική γραμμή: προστασία των συνόρων, ουσιαστικός έλεγχος των μεταναστευτι- κών ροών και αυστηρά αντικίνητρα για την παράνομη είσοδο. Η Ελλάδα κάνει ξεκάθαρο ότι δεν θα ανεχθεί την παρανομία, αλλά ούτε και θα αδικήσει τους πραγματικά ευάλωτους. Πρόκειται για μια πολιτική αυστηρή όπου χρειάζεται, δίκαιη απέναντι στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας και, κυρίως, αποτελεσματική.
Από την πρώτη στιγμή, η κυβέρνηση προχώρησε σε αποφασιστικές κινήσεις: ενίσχυσε το Λιμενικό και την Αστυνομία, αξιοποίησε την τεχνολογία, έθεσε φραγμούς στους διακινητές και καθιέρωσε μηχανισμούς που καθιστούν την παράνομη είσοδο ασύμφορη. Με αυτόν τον τρόπο η χώρα έπαψε να παρουσιάζεται ως «ξέφραγο αμπέλι». Η εμπειρία του Έβρου το 2020 είναι χαρακτηριστική: όταν χρειάστηκε, τα σύνορα σφραγίστηκαν και η Ελλάδα έδειξε ότι διαθέτει βούληση και δυνατότητα να υπερασπιστεί την επικράτειά της.
Η στάση αυτή είχε αντίκτυπο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσα προβαλλόταν το 2019 ως αναγκαία _η αποτροπή, ο διαχωρισμός προσφύγων και οικονομικών μεταναστών, αλλά και η προστασία των συνόρων _ τότε αντιμετωπίζονταν με αμφιβολία. Σήμερα, όμως, έχουν γίνει κοινή ευρωπαϊκή γραμμή. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον μέρος του προβλήματος, αλλά μοχλός διαμόρφωσης λύσεων. Η κατεύθυνση που ακολουθήθηκε αποτέλεσε πρότυπο για την υπόλοιπη Ευρώπη και αποδεικνύει ότι η σταθερότητα, όταν εφαρμόζεται με συνέπεια, πείθει και τους εταίρους.
Βεβαίως, η χώρα δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται πραγματική προστασία. Το ελληνικό σύστημα ασύλου, ως θεσμός του κράτους δικαίου, παρέχει κάλυψη σε όσους διώκονται για λόγους πολέμου, θρησκείας ή πολιτικών πεποιθήσεων. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η πλειονότητα των αιτούντων άσυλο δεν ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες. Μεγάλο ποσοστό πρόκειται για νέους άνδρες 18-30 ετών που αξιοποιούν τη διαδικασία ως οδό παράκαμψης της νομιμότητας. Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνει την ανάγκη για αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα σε πρόσφυγες και παράνομους οικονομικούς μετανάστες.
Η απάντηση της πολιτείας είναι σαφής: όσοι δεν έχουν νόμιμο καθεστώς παραμονής έχουν δύο επιλογές: επιστροφή ή φυλακή. Η νέα νομοθεσία επιβάλλει άμεσα μέτρα: οι τελεσίδικα απορριφθέντες αιτούντες εντάσσονται στη διαδικασία επιστροφής με δικαστική απόφαση και, αν αρνηθούν, αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης από δύο έως πέντε έτη. Επίσης, εισήχθη η δυνατότητα ηλεκτρονικού «βραχιολιού» για παρακολούθηση,ώστε να μη χάνεται ο έλεγχος των παράνομων μεταναστών. Δεν πρόκειται για πράξη εκδίκησης αλλά για μέτρο αποτρο- πής: το μήνυμα είναι ότι η παρανομία έχει πραγματικές συνέπειες και δεν μπορεί να παραμένει αναπάντητη.
Με αυτόν τον τρόπο, η αποτροπή δεν περιορίζεται σε φυσικά εμπόδια ή περιπολίες. Μετατρέπεται σε νομικό πλαίσιο με σαφείς κανόνες και συνέπειες. Η Ελλάδα δηλώνει ότι δεν θα λειτουργήσει ως χώρα εύκολης διέλευσης ούτε ως εναλλακτική για όσους απορρίπτονται αλλού. Η κοινωνική συνοχή, η ασφάλεια και η δημοκρατική νομιμότητα απαιτούν σταθερή εφαρμογή αυτών των αρχών. Η συνέπεια στους κανόνες δεν προστατεύει μόνο τα σύνορα, αλλά δια- σφαλίζει και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος. Η πολιτική αυτή δεν περιορίζεται στα χερσαία σύνορα.
Στη θάλασσα, καθοριστικό ρόλο παίζει η επιχειρησιακή ενί- σχυση του Λιμενικού Σώματος. Πρόσφατα, διατέθηκαν 450 εκατομμύρια ευρώ στο Υπουργείο Ναυτιλίας, με σκοπό να αναβαθμιστούν οι υποδομές, ο τεχνολογικός εξοπλισμός και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επιτήρηση. Η φύλα- ξη του Αιγαίου δεν μένει σε επίπεδο θεωρίας αλλά αποτελεί καθημερινή πράξη με συγκεκριμένους πόρους και αποφα- σιστικότητα. Η ενίσχυση αυτή δείχνει ότι η μεταναστευτική πολιτική δεν περιορίζεται σε ευχολόγια, αλλά στηρίζεται σε χειροπιαστές επενδύσεις που ενδυναμώνουν τις αρμόδιες αρχές.
Ενιαίος σχεδιασμός με σταθερότητα και ισορροπία
Το μεγάλο πλεονέκτημα της μεταναστευτικής πολιτικής μας είναι ότι δεν αποτελεί συρραφή αποσπασματικών μέτρων αλλά έναν ενιαίο σχεδιασμό που συνδυάζει νομοθεσία, τεχνολογία, εφαρμογή των κανόνων και στενή συνεργασία με την Ευρώπη. Το κράτος αποδεικνύει ότι μπορεί να είναι και αυστηρό και δίκαιο ταυτόχρονα: προστατεύει όσους πραγματικά έχουν ανάγκη, αλλά δεν αφήνει περιθώρια σε εκείνους που εκμεταλλεύονται τον ανθρωπισμό. Πρόκειται για μια πολιτική που, εκτός από την άμεση ασφάλεια, στοχεύει και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αποτρέποντας εντάσεις και φαινόμενα ανομίας στο εσωτερικό.
Στην καρδιά αυτής της πολιτικής βρίσκεται η διαπίστωση ότι χωρίς επιστροφές δεν υφίσταται σοβαρή μεταναστευτική διαχείριση. Η κυβέρνηση δρα σε τρία επίπεδα: καλλιεργεί διμερείς συμφωνίες με χώρες προέλευσης, διεκδικεί περισσότερη στήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στέλνει καθαρό μήνυμα αποτροπής προς τους διακινητές. Η τριπλή αυτή κατεύθυνση δείχνει ότι η πολιτική δεν περιορίζεται στα εθνικά όρια, αλλά αναζητά συνεργασίες και διεθνή εργαλεία, ώστε η αντιμετώπιση να είναι πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική.
Η νέα ελληνική μεταναστευτική πολιτική είναι πολιτική ευθύνης, σταθερότητας και ισορροπίας. Αναγνωρίζει τις διε- θνείς υποχρεώσεις αλλά τοποθετεί στο επίκεντρο το δικαίω- μα των Ελλήνων πολιτών να ζουν με ασφάλεια και έλεγχο. Η ιστορία δεν γράφεται με παθητικότητα, αλλά με αποφάσεις. Από το 2019 και έπειτα, η Ελλάδα πήρε την απόφαση να μην είναι θεατής αλλά πρωταγωνιστής στη διαμόρφωση της μεταναστευτικής πολιτικής, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το στοίχημα δεν είναι απλώς να περιοριστούν οι ροές· είναι να χτιστεί μια μακροπρόθεσμη κουλτούρα νομιμότητας και υπευθυνότητας, που θα εξασφαλίζει σταθερότητα για τις επόμενες γενιές.
