Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας». Τι σημαίνει αυτό; Πως εάν κάποιος φτάσει στην Ελλάδα μέσω μιας χώρας όπου θεωρητικά θα μπορούσε να ζητήσει προστασία (όπως π.χ. η Τουρκία ή άλλες χώρες της περιοχής), τότε η αίτησή του για άσυλο ενδέχεται πλέον να απορρίπτεται, χωρίς καν να εξεταστεί επί της ουσίας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν σκοπεύει να παρέχει άσυλο σε όσους θα μπορούσαν – κατά την κρίση των αρχών – να το έχουν ζητήσει αλλού. Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι πλέον κάθε αίτηση θα εξετάζεται λεπτομερώς ως προς τη διαδρομή του αιτούντος. Αν διαπιστωθεί ότι πέρασε από ασφαλή χώρα και δεν ζήτησε εκεί προστασία, η αίτηση θα κρίνεται ως απαράδεκτη.
Παράλληλα, επανεξετάζεται και η πρακτική που ίσχυε έως σήμερα σχετικά με τις χώρες πολέμου. Το γεγονός ότι κάποιος προέρχεται από μια εμπόλεμη ζώνη, όπως για παράδειγμα η Συρία, δεν θα οδηγεί αυτόματα στην αποδοχή της αίτησης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σήμερα εγκρίνεται περίπου το 45% των αιτήσεων ασύλου, ενώ το 30% απορρίπτεται και το υπόλοιπο 25% αυτών, χαρακτηρίζεται απαράδεκτο, καθώς οι αιτούντες δεν εμφανίζονται στις συνεντεύξεις ή εγκαταλείπουν τη διαδικασία. Η κυβέρνηση θέλει με αυτό τον τρόπο να μειώσει τις εγκρίσεις, να αυξήσει τις απορρίψεις και να επιταχύνει τις επιστροφές, ελαττώνοντας έτσι τον χρόνο παραμονής όσων δεν δικαιούνται άσυλο. Για τον λόγο αυτό, υπάρχει συνεχής συντονισμός με την Υπηρεσία Ασύλου, ώστε να περιοριστούν τα «παράθυρα» καθυστέρησης και να ενισχυθεί η διαφάνεια στις διαδικασίες.