Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών για το 2024 της ΕΛΣΤΑΤ, οι περισσότεροι Έλληνες καταναλωτές δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως η διατροφή, η στέγαση και οι μεταφορές. Η μέση ετήσια δαπάνη ενός νοικοκυριού διαμορφώθηκε σε περίπου 20.700 ευρώ, δηλαδή γύρω στα 1.725 ευρώ το μήνα, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2023, κυρίως λόγω του πληθωρισμού. Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν πάνω από 1.338 ευρώ το μήνα, ενώ εκείνα που νοικιάζουν σπίτι διαθέτουν περίπου το 17% του προϋπολογισμού τους για το ενοίκιο.
Τα πιο φτωχά νοικοκυριά αναγκάζονται να ξοδεύουν πάνω από το μισό του εισοδήματός τους σε φαγητό και στέγαση, ενώ στα πιο εύπορα νοικοκυριά το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ μικρότερο. Μάλιστα, οι πιο πλούσιοι δαπανούν σχεδόν έξι φορές περισσότερα από τους φτωχότερους. Η μεγαλύτερη ετήσια δαπάνη παρατηρήθηκε στην Αττική, ενώ η χαμηλότερη στη Στερεά Ελλάδα. Σε σύγκριση με το 2008, η συνολική δαπάνη των νοικοκυριών έχει μειωθεί σημαντικά.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σε δαπάνες καταγράφηκαν στους τομείς της ψυχαγωγίας, της ένδυσης και της εστίασης. Όσον αφορά τα είδη διατροφής, αυξήθηκε η δαπάνη για ψάρια, φρούτα, γλυκά, ροφήματα, λαχανικά και κρέας, ενώ μειώθηκε για γαλακτοκομικά, δημητριακά και άλλα βασικά τρόφιμα. Αντίστοιχα, αυξήθηκε η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ μειώθηκε η χρήση φυσικού αερίου και άλλων καυσίμων.
Σε τεχνολογικό εξοπλισμό, σχεδόν όλα τα νοικοκυριά διαθέτουν τηλεόραση και κινητό τηλέφωνο, ενώ η πλειονότητα έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο και air condition. Όλο και περισσότερα νοικοκυριά αποκτούν πλυντήριο πιάτων, ενώ μειώνεται ελαφρώς το ποσοστό όσων χρησιμοποιούν κεντρική θέρμανση.
Τέλος, καταγράφεται σημαντική ανισότητα στις δαπάνες: τα φτωχά νοικοκυριά ξοδεύουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για τρόφιμα και βασικές ανάγκες σε σχέση με τα μη φτωχά, τα οποία έχουν περισσότερη ευχέρεια να διαθέσουν χρήματα για άλλες ανάγκες ή ανέσεις.